μαλπιγγιανός

μαλπιγγιανός
-ή, -ό
αυτός που ανακαλύφθηκε ή περιγράφηκε από τον Ιταλό γιατρό και ανατόμο Μ. Μαλπίγγι (α. «μαλπιγγιανά σωμάτια» β. «μαλπιγγιανές πυραμίδες τού νεφρού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Marcello Malpighi. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”